Κεφάλους

Κεφάλους
Κεφάλων
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφάλους — κέφαλος mullet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγοτάραχο — Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας,… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • φελλάρια — τα, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)] …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… …   Dictionary of Greek

  • Αγουλινίτσα — Παλαιότερη ονομασία του Επιταλίου. Στην Επανάσταση, η περιοχή γνώρισε δύο σοβαρές επιθέσεις των Τούρκων. Η πρώτη έγινε στις 24 Απριλίου 1821 από τους Λαλαίους, οι οποίοι τελικά υποχώρησαν. Η δεύτερη έγινε τον Οκτώβριο του 1826 από τον Ιμπραήμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”